πέτηλον — τὸ, Α βλ. πέταλο … Dictionary of Greek
καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] … Dictionary of Greek
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek
πενταπέτηλον — τὸ, Α πενταπετές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πέτηλον (ιων. τ. τού πέταλον)] … Dictionary of Greek
πετηλώδης — ες, Α [πέτηλον / πέταλον] (για νόμισμα) ο λεπτός σαν φύλλο … Dictionary of Greek
τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] … Dictionary of Greek
πετήλοις — πέταλος masc/neut dat pl (ionic) πέτηλον leaf neut dat pl πέτηλος outspread masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετήλου — πέταλος masc/neut gen sg (ionic) πέτηλον leaf neut gen sg πέτηλος outspread masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετήλων — πέταλος fem gen pl (ionic) πέταλος masc/neut gen pl (ionic) πέτηλον leaf neut gen pl πέτηλος outspread fem gen pl πέτηλος outspread masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετήλῳ — πέταλος masc/neut dat sg (ionic) πέτηλον leaf neut dat sg πέτηλος outspread masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)